Σε αυτή την «Κυριακή με τη Σουρτούκα» παρακολουθούμε μια ιστορία που ξεκινά στην Αμοργό τις τελευταίες δεκαετίες του 1800 και συνεχίζεται για περισσότερα από 100 χρόνια. Στο μεταξύ διάστημα τριγυρνάμε στους τεκέδες του Πειραιά, ταξιδεύουμε σχεδόν σε όλο τον κόσμο, συναντάμε τον Αλ Καπόνε αλλά και τον Τσάρλυ Τσάπλιν και βλέπουμε την ελληνική μουσική, να απλώνεται απ’ άκρη σ’άκρη, ενώ παράλληλα τα συγκλονιστικά γεγονότα του 20ου αιώνα συνταράσσουν τον κόσμο.
Πρόκειται για τη ζωή και το έργο της εκπληκτικής περίπτωσης του Γιώργου Κατσαρού.
Τα πρώτα χρόνια και οι πρώτες βόλτες.
Ο Γιώργος Θεολογίτης γεννιέται στην Αμοργό το Δεκέμβρη του 1888 σε μια από τις πιο ευκατάστατες οικογένειες του νησιού. Στα 9 του χρόνια, ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα του, φέρνει οικονομικά προβλήματα και έτσι οι αρχές του αιώνα βρίσκουν τη μητέρα του Άννα, το Γιώργο και την αδερφή του, επίσης Άννα, να ζουν στην Αθήνα, στα ανάκτορα του βασιλέως Γεωργίου Α’, όπου η πρώτη εργάζεται ως οικονόμος. Στα εφηβικά του χρόνια ο Γιώργος τριγυρίζει στους δρόμους της Αθήνας και ακούει χορωδίες και μαντολινάτες αλλά και του Πειραιά, όπου έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο του ρεμπέτικου. Ήδη επηρεασμένος από τον παππού του, που ήταν τραγουδιστής και έχοντας πιάσει από μικρός την κιθάρα δεν αργεί, να εγκλιματιστεί και στα 1905, στα 17 του δηλαδή χρόνια να ξεκινήσει να τραγουδάει και να παίζει επαγγελματικά σε στέκια της Αθήνας και του Πειραιά. Ως το 1911…
Του Κατσαρού ανεμίζουνε τα κατσαρά μαλλιά του…
Είναι η χρονιά, που μπαίνει μαζί με τόσους άλλους στο πλοίο «Πατρίς» για την Αμερική. «Ναι, θέλω να πάω σ’ αυτόν τον άλλο κόσμο, να δω την Αμερική, εκεί είναι το πλούτος…στο Μανχάταν». Το 1914 παίζει εθελοντικά στην ορχήστρα του Στρατού της Σωτηρίας, για να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, ενώ ταυτόχρονα τριγυρίζει και γνωρίζει τους σπουδαιότερους Έλληνες μουσικούς και τραγουδιστές της Νέας Υόρκης. Τα πλούσια κατσαρά μαλλιά του αλλάζουν το όνομά του και το 1918 τον βρίσκουμε να παίζει σε γνωστό κέντρο Ελλήνων μεταναστών στη Φιλαδέλφεια. Εκεί τον ακούει ένα βράδυ ένας από τους υπεύθυνους ξένου ρεπερτορίου της RCA Victor και το 1919 υπογράφει το πρώτο του συμβόλαιο με τη δισκογραφική και κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο με τα τραγούδια «Α! Κακούργα Έλλη» και «Ελληνική απόλαυσις» («Άντε σαν πεθάνω στο καράβι»). Ο δρόμος για τη διεθνή αναγνώριση στις απανταχού ελληνικές κοινότητες έχει ανοίξει και τα τηλεγραφήματα, που του ζητούν εμφανίσεις πέφτουν βροχή.
Όπου γης και πατρίς.
«Λαβαίνω το πρώτο τηλεγράφημα. Ήτανε το Μπομπέυ, Ίντια». Βρισκόμαστε στα 1920 και ο Γιώργος Κατσαρός ξεκινάει, να οργώνει όλο τον κόσμο και να μεταφέρει την ελληνική μουσική όπου υπήρχαν αυτιά ανοιχτά και καρδιές διψασμένες. Ινδία, Ιαπωνία, Βιρμανία, Αυστραλία, Αίγυπτος, Σουδάν, Σομαλία, Νότια Αφρική, Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Παναμάς, Γουατεμάλα, Κολομβία, Βενεζουέλα, Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή, Μεξικό, Καναδάς. Και όλα αυτά στις αρχές του περασμένου αιώνα…Το ’23 έρχεται στην Ελλάδα για να πάρει μαζί την αδερφή του μετά το θάνατο της μητέρας τους. Η απουσία του λόγω των ταξιδιών από τα κέντρα ηχογραφήσεων είναι ο λόγος, που συγκριτικά με την τεράστια απήχηση που είχε, η δισκογραφική του παρουσία περιορίζεται στα περίπου πενήντα τραγούδια ( μέχρι το 2012).
«Πολύ ωραίο στυλ, βεβαίως…»
«Η ιδιότυπη φωνή του, το μοναδικό στιλ και η ιδιόμορφη τεχνική στο παίξιμο της κιθάρας» μαζί με το τεράστιο ρεπερτόριό του, τον έκαναν περιζήτητο στους απανταχού Έλληνες μετανάστες. Ο Γιώργος Κατσαρός έπαιζε και τραγουδούσε από τα πρώτα ρεμπέτικα της ανώνυμης δημιουργίας, που έφερε μαζί του από τα χρόνια του στον Πειραιά και τα μετέπειτα σπουδαία ρεμπέτικα τραγούδια μέχρι δημοτικά, ρομάντζες, ελαφρά, επιθεωρησιακά αλλά και ξένα- ιταλικά, ισπανικά, αμερικάνικα.
«Εμείς οι μουσικάντηδες παίζαμε ό,τι ήθελε ο κόσμος. Ο Έλληνας είχε μάθει, όταν θα έμπαινε στο λεγόμενο καμπαρέ, café aman, εκείνοι οι μουσικάντες που ήταν στο πάλκο απάνω, το βιολί, το κλαρίνο, το σαντούρι, ο Κατσαρός με την κιθάρα του, ήπρεπε να ‘χεις όλα αυτά. Ήπρεπε να ‘χεις το τσάμικο, ήπρεπε να ‘χεις το κλέφτικο, ήπρεπε να’ χεις το νησιώτικο, ήπρεπε να ‘χεις τα αλά Τούρκα, τη μουσική, όλα τα βυζαντινά, ο ελληνισμός τα ήθελε».
O Έλληνας Bing Crosby και ο Αλέκος ο Καπόνης
Η απήχηση του Γιώργου Κατσαρού απλωνόταν έξω από τα σύνορα των ελληνικών κοινοτήτων και θαμώνες στα μαγαζιά που εμφανίζονταν ήταν μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο Κατσαρός έμαθε τον Κλαρκ Γκείμπλ πώς να δένει τη γραβάτα του σαν εκείνον, γνώρισε τη Τζιν Χάρλοου, το Ροδόλφο Βαλεντίνο, το Χάμφρεϋ Μπόγκαρντ, διασκέδαζαν μαζί με τον Τσάρλι Τσάπλιν. «(…)ο Ντην Μάρτιν, ο Σανάτρας ( Φρανκ Σινάτρα), ε, τους έπαιρνα στα ελληνικά και τρώγαμε ελληνικά φαγητά, βέβαια, λοιπόν, αυτοί όλοι με ονομάζανε ότι είμαι ο Μπιγκ Κρόσμπυ της Αμερικής, κι αυτός φίλος μου, μικρός, αλλά μεγάλος θαυματουργός στη φωνή».
Ο Τσάρλι Τσάπλιν Ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρντ Ο Φρανκ Σινάτρα Η Τζιν Χάρλοου Ο Αλ Καπόνε
Ένα βράδυ, στο κέντρο «Πάνθεον» ο Αλ Καπόνε φωνάζει τον Κατσαρό στο τραπέζι του.
Κατσαρός: «Mister Alek, I hear» λέω «So much about you». «Really?”, μου λέει. «Έχω», του λέω πάλι «ακούσει τόσο πολλά για ‘σένανε». Μου λέει: «About what?». Λέω: «Good things», λέω « You, a big man».« Έλα δω», μου λέει «αυτό το τραγούδι, I hear about you», μου λέει, «Έχω ακούσει για ‘σένα, γι’ αυτό ήρθα, ότι στους Έλληνες», λέει «είσαι ο Έλληνας Bing Crosby». «Gone bring your guitar and sing that song which you sing before for me». Εγώ τώρα ξέρω ποιος είναι. Δεν μπορείς να κάνεις βήμα». Έκτοτε ο Αλέκος ο Καπόνης κάθε που έστηνε γλέντι στο Cicero, την πολιτεία του, που για να μπει κανείς μέσα ήθελε άδεια, έστελνε μια λιμουζίνα, να πάρει τον Κατσαρό. «Μπορούσα να πω ’γω όχι τώρα; Άμα ‘λεγα όχι, σμπαράλια. Αλλά τον άκουγα και πήγαινα, και αυτό ήτανε που ’δωσε το protection, να μην πειράξει κανείς την ελληνική περιφέρεια».
Το Μεγάλο Κραχ και ο Β’ΠΠ
Με τη διεθνή αναγνώριση, τις παγκόσμιες περιοδείες αλλά και τα κέρδη από τους δίσκους ο Κατσαρός είχε φτιάξει μια περιουσία ικανή να τον κρατήσει σχετικά αλώβητο από τις οικονομικές επιπτώσεις του μεγάλου Κραχ του ’29, το οποίο επιφύλασσε για τους περισσότερους δημιουργούς μια καθόλου ευοίωνη μοίρα. Σταμάτησε τα ταξίδια στο εξωτερικό γύρω στο 1939 « άμα κηρύχτηκε ο πόλεμος ο Γερμανός…που δεν έβλεπες τίποτ’ άλλο, το φόβητρο, 42 δρόμοι τα νέα, και σου δείχνανε και το χάρτη, τί κυρίευε…η αιτία που το σταμάτησα ήταν αυτή». Όσο για την εμπειρία του Β’ΠΠ στην Αμερική ο ίδιος λέει: « Εμείς ούτε καταλάβαμε πως ήτανε πόλεμος. Η ευημερία ήταν τόσο πολύ, ε, αυτή την εποχή πραγματικώς ήτανε τα λεφτά στο δρόμο.(…)Ο πόλεμος ήταν φριχτός, αλλά εκείνοι που ‘τανε στην Αμερική είχανε τόσο πολλά λεφτά, άμα τους έπεφτε κάνα πενηντάρι δε σκύβανε να το πάρουν, τ’ αφήνανε»…
Και η ιστορία συνεχίζεται…
Το τέλος του πολέμου βρίσκει τους περισσότερους από τους καλλιτέχνες της πρώτης γενιάς μεταναστών είτε να έχουν πεθάνει είτε να έχουν αποσυρθεί. Ο Γιώργος Κατσαρός συνεχίζει ακάθεκτος την πορεία του. Αρχές του ’50 εγκαθίσταται στο Σικάγο και εκεί συναντά πια τα μεγαλύτερα εγχώρια ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής, που καταφτάνουν στην Αμερική για περιοδείες. Παίζουν με το Χιώτη και τη Λίντα, τον Παπαϊωάννου, τη Νίνου και ένα σωρό άλλους στην «Κηφισιά», το κέντρο της συνεργάτιδάς του τραγουδίστριας Μαρίκας. Κάνει κάποιες ηχογραφήσεις σε μικρές εταιρείες, συνήθως ελληνικές, αλλά ο αριθμός τους παραμένει άγνωστος. Το ’59 φτιάχνει το πρώτο του σπίτι στο χωριό Τάρπον Σπρίνγκς της Φλόριντα, αργότερα το πουλάει και από τα μέσα του ’70 επιστρέφει εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1960 συμμετέχει ως καλλιτέχνης στην περιοδεία του προέδρου Τζον Κένεντυ. «Και λένε θα πάρουμε το Γιώργο τον Κατσαρό με την κομπανία του, το ΄60. Και ερχότανε και ο Τζον Κένεντυ. Τον έχω φωτογραφία. Ωραίος. Και η Τζακελίνα η γυναίκα του, είμαστε μαζί φωτογραφία, βέβαια!». Την υπόλοιπη δεκαετία του ’60 και μέχρι τα μέσα του 1980 ο Γιώργος Κατσαρός συνεχίζει να εργάζεται και να πραγματοποιεί εμφανίσεις «κατά παραγγελία».
Μόνο μια φορά.
Ο Γιώργος Κατσαρός θεωρεί πως η φύση της δουλειάς του και οι τόσο συχνές μετακινήσεις του από τη μία άκρη της γης στην άλλη είναι ασύμβατες με ότι χρειάζεται για να παντρευτεί και να κάνει μια γυναίκα ευτυχισμένη. Μόνο μια φορά νιώθει πως μπορεί να προχωρήσει. Είναι με τη Ρίο Ρίτα, μεξικανή χορεύτρια του βωβού κινηματογράφου με την οποία παίζουν μάλιστα μαζί σε δύο ταινίες. Είναι μαζί από το 1924. Το 1927 ο Κατσαρός αναβάλλει το γάμο τους, για να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Σε ‘κείνο το ταξίδι γνωρίζει τον Τούντα, τον Καρίπη, τον Περιστέρη, το Σκαρβέλη και άλλους δημιουργούς που μεσουρανούσαν στα εντός των συνόρων μουσικά πράγματα. Ο Κατσαρός επιστρέφει στην Αμερική μετά από οχτώ μήνες. Η Ρίο Ρίτα έχει διαγνωστεί με λευχαιμία. Ο γάμος τους δεν πραγματοποιείται ποτέ. Ζουν μαζί μέχρι το 1928 οπότε και εκείνη φεύγει απ’ τη ζωή.
Η επιστροφή.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1988 και πραγματοποιεί δύο συναυλίες. Μία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και μία στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη μαζί με τους «Χειμερινούς Κολυμβητές» και τη «Μπάντα της Φλώρινας». Η τελευταία του επίσκεψη είναι το 1995 στην έναρξη του Παγκόσμιου Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού στη Θεσσαλονίκη. Είναι 107 χρόνων, παίζει την κιθάρα του και τραγουδά ζωντανά. Ακόμα… Την ίδια χρονιά ξανασυναντιέται με τους «Χειμερινούς Κολυμβητές» και δίνουν μαζί δύο συναυλίες στην παλιά «Αίγλη» της Θεσσαλονίκης και δύο στο «Θέατρο Μίνωα» στην Αθήνα.
Ο Γιώργος Κατσαρός, ο υπεραιωνόβιος ρεμπέτης, φεύγει από τη ζωή στις 23 Ιουνίου του 1997. Ο Παναγιώτης Κουνάδης, στον οποίο χρωστάμε τις σπουδαίες αφηγήσεις, που μας έχει αφήσει ο Κατσαρός γράφει: «Για τη δε υγεία και τη μακροζωία του, μάλλον δεν υπάρχουν πολλά μυστικά. Εκτός ίσως από ένα, το σημαντικότερο: Αγάπησε με πάθος τη ζωή και τους ανθρώπους. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο δίδαγμα που μας χάρισε ο υπεραιωνόβιος αυτός έφηβος».
Πηγή: Οι φωνές του Ρεμπέτικου, Γιώργος Κατσαρός, Μουσικό Αρχείο ΤΑ ΝΕΑ, Έρευνα, κείμενα: Παναγιώτης Κουνάδης