Τα νυχτέρια ήταν βραδινές συναντήσεις γυναικών στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία, που πραγματοποιούνταν κυρίως το χειμώνα και σε διαφορετικό κάθε φορά σπίτι και περιλάμβαναν συλλογική εργασία, χειροτεχνία, συζήτηση, αφήγηση λαϊκών ιστοριών, φαγητό και τραγούδι σε ένα πλαίσιο αλληλοβοήθειας και μοιράσματος γνώσης, εμπειριών και συναισθημάτων.

Στη σειρά αυτή η Σουρτούκα γυροφέρνει τις γυναίκες της ζωής της και ψαχουλεύει τις αρχέγονες συνδέσεις με τις γυναίκες κάθε εποχής του παρελθόντος, αλλά και κάθε μελλοντικής εποχής ενώνοντάς τες σ’ ένα νοητό νυχτέρι. Συνδυάζοντας εικόνες από προσωπικές αναφορές με μοτίβα της παραδοσιακής ελληνικής τέχνης και με εικόνες και σύμβολα από την παγκόσμια πολιτισμική παράδοση, στο project ΝΙ’ΧΤΕΡΙ*, θα δημιουργηθούν 6 χαρακτικά-αφιερώματα στις γυναίκες της ζωής μου.

ni’xteri*

Μαιλένη

Ίσως νομίζουμε ότι η ιστορία μας ξεκινάει τη στιγμή, που γεννιόμαστε. Στην πραγματικότητα χάνεται σ’ένα αόριστο παρελθόν και συνεχίζει αφήνοντας σπόρους και σημάδια στο μέλλον. Γι’αυτό όλες οι πανάρχαιες ιστορίες ξεκινούν με το “Μια φορά κι έναν καιρό”. Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν ήταν δυο γυναίκες, η Μαίρη και η Ελένη, οι γιαγιάδες μου.

Γυναίκες βράχοι, γυναίκες που μαγείρευαν χύνοντας στο φαγητό την ύπαρξή τους, γυναίκες που μίλησαν και άλλοτε σιώπησαν, μάνες, φίλες, χρυσοχέρες, γυναίκες που έπαιρναν το τίποτα και το έκαναν κάτι, γυναίκες με πράγματα ανομολόγητα, γυναίκες που πραγμάτωναν την ένωση, που η φυγή τους κάνει τα μέρη να ανασυντάσσονται, να μετατοπίζονται, να ενεργούν, να παραμείνει η ένωση, μη γίνει χίλια κομμάτια. Γυναίκες με χιούμορ κοφτερό μα υποδόριο, που δεν καταλάβαινες, από πού σου ερχόταν και μ’ ένα τραγούδι στα χείλη, για να σε ξυπνήσουν το πρωί. Απ’ έξω βράχοι κι από μέσα σκέτο σύννεφο. Καμιά φορά και τ’ ανάποδο. Γυναίκες που αγαπούσαν τα γιασεμιά και έξω απ’ το σπίτι τους φύτρωναν παπαρούνες. Γυναίκες που τις ρίζες τους ποτίσανε οι ζωές άλλων γυναικών και οι ζωές εκείνων τις δικές μου.

Αυτό το έργο είναι για αυτές.

Μαιλένη

Ίσως νομίζουμε ότι η ιστορία μας ξεκινάει τη στιγμή, που γεννιόμαστε. Στην πραγματικότητα χάνεται σ’ένα αόριστο παρελθόν και συνεχίζει αφήνοντας σπόρους και σημάδια στο μέλλον. Γι’αυτό όλες οι πανάρχαιες ιστορίες ξεκινούν με το “Μια φορά κι έναν καιρό”. Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν ήταν δυο γυναίκες, η Μαίρη και η Ελένη, οι γιαγιάδες μου.

Γυναίκες βράχοι, γυναίκες που μαγείρευαν χύνοντας στο φαγητό την ύπαρξή τους, γυναίκες που μίλησαν και άλλοτε σιώπησαν, μάνες, φίλες, χρυσοχέρες, γυναίκες που έπαιρναν το τίποτα και το έκαναν κάτι, γυναίκες με πράγματα ανομολόγητα, γυναίκες που πραγμάτωναν την ένωση, που η φυγή τους κάνει τα μέρη να ανασυντάσσονται, να μετατοπίζονται, να ενεργούν, να παραμείνει η ένωση, μη γίνει χίλια κομμάτια. Γυναίκες με χιούμορ κοφτερό μα υποδόριο, που δεν καταλάβαινες, από πού σου ερχόταν και μ’ ένα τραγούδι στα χείλη, για να σε ξυπνήσουν το πρωί. Απ’ έξω βράχοι κι από μέσα σκέτο σύννεφο. Καμιά φορά και τ’ ανάποδο. Γυναίκες που αγαπούσαν τα γιασεμιά και έξω απ’ το σπίτι τους φύτρωναν παπαρούνες. Γυναίκες που τις ρίζες τους ποτίσανε οι ζωές άλλων γυναικών και οι ζωές εκείνων τις δικές μου.

Αυτό το έργο είναι για αυτές.