Σε αυτή την  «Κυριακή με τη Σουρτούκα» αναρωτιόμαστε πώς μπορεί να συνδέονται μια Ισπανίδα σταρ του κινηματογράφου, ο Σπύρος Περιστέρης και ο Μίνωας Μάτσας, ένας βαρκάρης, ο Χίτλερ, ο Φράνκο, μια δικαστική διαμάχη και μερικά αγαπημένα τραγούδια.

Η  ιστορία μας ξεκινάει στην Ισπανία το 1938 με την κυκλοφορία της ταινίας «Carmen la de Triana» του Florian Rey και το τραγούδι  «Antonio Vargas Heredia» , που ερμηνεύει η πρωταγωνίστρια και σύζυγος του σκηνοθέτη Αργεντινο-ισπανίδα ηθοποιός Imperio Argentina. Το κοινό τη λάτρευε μα δεν ήταν το μόνο.

Ο Ισπανός δικτάτορας Φράνκο και ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν μεγάλοι θαυμαστές της και μάλιστα με τον πρώτο ήταν και φίλοι. Η Imperio και ο σύζυγός της βρέθηκαν το ‘38 στη Γερμανία, καλεσμένοι του Υπουργού προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας  και κεφάλι της εταιρείας παραγωγής UFA Τζόσεφ Γκέμπελς, για να συζητήσουν για τα γυρίσματα της γερμανικής εκδοχής της ταινίας. Εκεί γνωρίστηκαν με το Χίτλερ, ο οποίος μεγάλη πλάκα έπαθε με την ομορφιά και το ταλέντο της κορασίδος και δεν έχανε ευκαιρία να εκδηλώνει το θαυμασμό του. Μια χαρά τους έρχονταν λοιπόν του Florian και της Ιmperio και πρόβλημα δεν είχαν και όλα καλά τα βρίσκανε με τους ναζί, οπότε η ταινία  βγήκε στις αίθουσες με τον τίτλο «Andalusiche Naechte» και πρωταγωνίστρια την ίδια.

Οι ταινίες βασίστηκαν στην όπερα Κάρμεν του Georges Bizet , η οποία βασίστηκε στη νουβέλα Κάρμεν του Prosper Merimee.

Ας ακούσουμε το άσμα κι ας δούμε πως ξεκίνησε αυτή η μουσική περιπέτεια.

Αθήνα 1939.

Η ταινία προβάλλεται με μεγάλη επιτυχία.  Ο στιχουργός Μιχάλης Γαϊτάνος  γράφει τους ελληνικούς στίχους για τα τραγούδια της ταινίας και στο θέατρο Μικάδο της Θεσσαλονίκης ανεβαίνει η επιθεώρηση «Κάρμεν». Το τραγούδι «Αντόνιο Βάργκας Χερέδια» κυκλοφορεί την ίδια χρονιά με τη φωνή της Δανάης Στρατηγοπούλου.

Μέχρι που ο  «Αντόνιο Βάργκας Χερέδια» γίνεται

«Ο Αντώνης, ο βαρκάρης, ο σερέτης».

Ε, βέβαια… Ο Σπύρος Περιστέρης παίρνει κάποια μέτρα από τη μουσική του τραγουδιού της ταινίας και συνθέτει τη μουσική, ο Μίνωας Μάτσας εμπνέεται από την υπόθεση και γράφει τους στίχους, ο Μάρκος Βαμβακάρης με τον Απόστολο Χατζηχρήστο ντύνουν με τις φωνές τους και… voila…Κυκλοφορεί από την Odeon ένα από τα γνωστότερα και πιο αγαπημένα ρεμπέτικα μέχρι σήμερα. Ο Μίνωας Μάτσας υπογράφει ως Πιπίτσα Οικονόμου. Είναι υπάλληλός του και το όνομά της ήταν ένα από τα καλλιτεχνικά του ψευδώνυμα.

Οι Μίνωας Μάτσας, Σπύρος Περιστέρης, Μάρκος Βαμβακάρης και Απόστολος Χατζηχρήστος.

Ιδού οι στίχοι.

Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης
έπαψε να ζει ρεμπέτης
θέλει πλούτη και παλάτια
και της Κάρμεν τα δυο μάτια

Επαράτησε τη βάρκα στο λιμάνι
κάτω στο Πασαλιμάνι
τραγουδάει κι όλο πίνει
ταυρομάχος πάει να γίνει

Μα ο άκαρδος ο ταύρος τον σκοτώνει
και στη γη τονε ξαπλώνει
σαν τον βλέπει η Κάρμεν κλαίει
πάει κοντά του και του λέει

Αχ Αντώνη μου, βαρκάρη μου σερέτη
τώρα μένω νέτη σκέτη
μες στον κόσμο η καημένη
χήρα παραπονεμένη

Το τραγούδι γίνεται μεγάλη επιτυχία και η Columbia σπεύδει να το κυκλοφορήσει και εκείνη με ερμηνευτή το Στελλάκη Περπινιάδη. Τα νέα φτάνουν και στα αυτιά των Ισπανών συνθετών Jose Molleda και Juan Mostazo, οι οποίοι πηγαίνουν τους Περιστέρη-Μάτσα στα δικαστήρια για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας ζητώντας αποζημίωση. Το δικαστήριο δικαιώνει τους Έλληνες δημιουργούς, μιας και η μουσική είναι πολύ διαφορετική και οι στίχοι μια απόδοση της ιστορίας της ταινίας  και όχι  μια μετάφραση των ισπανικών στίχων. Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του δικαστηρίου ίσως έπαιξε το γεγονός, ότι η δαιμόνια ελληνική πλευρά παρουσίασε ως μάρτυρα υπεράσπισης κάποιον Αντώνη, βαρκάρη, ο οποίος εμφανίστηκε στη δίκη, για να πει πάνω κάτω: «Τι τραβολογάτε ρε μόρτες τα παιδιά, ιδού η έμπνευσης η αρχική, για πάρτη μου και μόνο συντέθηκε το άσμα».

Κάπου εκεί ζεστάθηκε το πράγμα, και ο Παναγιώτης Τούντας της Columbia, λίγες μέρες μόνο μετά κυκλοφορεί το «Τηλεγράφημα στην Κάρμεν» σε στίχους Β.Μαυροφρύδη και ερμηνεία Στράτου Παγιουμτζή και Στελλάκη Περπινιάδη δηλώνοντας της με περίσσια αυτοπεποίθηση και όλο νόημα προς πάσα κατεύθυνση «Να δείς μπουζούκι να σταθείς με ανοιχτό το στόμα που θα ξεχάσεις ξέρε το και τον Χερέδια ακόμα».

Απόψε Καρμεντσίτα μου
μπαρκάρω απ’ τον Περαία
και στη Σεβίλλη έρχομαι
να κάνουμε παρέα

Γλυκιά μου Κάρμεν έρχομαι
κοντά να γνωριστούμε
και δίχως άλλο κούκλα μου
ταιράκια να γινούμε

Να δεις μπουζούκι να σταθείς
με ανοιχτό το στόμα
που θα ξεχάσεις ξέρε το
και τον Χερέδια ακόμα

Κι από τον ταύρο ξέρε το
δε θα ‘χω αβαρία
γιατί έξι χρόνια έκανα
χασάπης στα σφαγεία

Το τραγούδι γίνεται και αυτό επιτυχία και οι Περιστέρης και Μάτσας, δικαιωμένοι και από το δικαστήριο, χρησιμοποιούν την ίδια μουσική φράση και δίνουν τη δική τους απάντηση τόσο στην «αντίπαλη» Columbia όσο και στους Ισπανούς κατηγόρους τους φέρνοντας μάλιστα την «Κάρμεν στην Αθήνα». Έπαιζαν λίγο μπαλίτσα…Η μουσική είναι του Περιστέρη, ο Μάτσας υπογράφει με το δικό του όνομα αυτή τη φορά, ο Βαμβακάρης τραγουδάει παρέα με το Στράτο Παγιουμτζή και η «Κάρμεν στην Αθήνα» ηχογραφείται μία και μοναδική φορά, αποκαλύπτοντας την τσαχπινιά της υπερασπιστικής γραμμής, όταν ο Αντώνης ομολογεί στον τελευταίο στίχο «να πεθάνω ήταν κρίμα κι έκανα το ψευτοθύμα», αφήνοντας την Καρμεντσίτα, που είχε έρθει η δόλια για την κληρονομιά, σύξυλη.

Ήρθε η Κάρμεν στην Αθήνα
η Ιμπέριο Αρτζεντίνα
την κληρονομιά να πάρει
του Αντώνη του βαρκάρη.

Απ’ το τρένο μόλις φτάνει
τρέχει στο Πασαλιμάνι
την βαρκούλα ν’ αντικρίσει
τα κουπιά της να φιλήσει.

Κι που γύριζε η καημένη
βλέπει κατατρομαγμένη
μες την βάρκα τον Αντώνη
τα πανιά του να απλώνει.

Αντωνάκη μου βαρκάρη
ταυρομάχε παλληκάρι
ζεις ακόμη ή γελιέμαι
σε θωρώ κι αναρωτιέμαι.

Κάρμεν Κάρμεν μη φωνάζεις
μη με βλέπεις και τρομάζεις
να πεθάνω ήταν κρίμα
κι έκανα το ψευτοθύμα.

Όλα τα παραπάνω γίνονται μέσα στο 1939.

Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ…

Είμαστε πια στο 1940. Ο Χίτλερ, ο μεγάλος θαυμαστής της Imperio Argentina έχει αιματοκυλήσει την Ευρώπη. Ο Μουσολίνι της φασιστικής Ιταλίας επιτίθεται στην Ελλάδα και μπαίνουμε στη δύνη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Περιστέρης και ο Μάτσας παίρνουν την πασίγνωστη πια μουσική «Του Αντώνη, του βαρκάρη», γράφουν στίχους σκωπτικούς και ειρωνικούς για το Μουσολίνι,  τραγουδούν και πάλι ο Βαμβακάρης και ο Χατζηχρήστος και κυκλοφορούν στα τέλη του 1940 «Το όνειρο του Μπενίτο».

Ο Μπενίτο κάποια νύχτα ζαλισμένος, είδ’ όνειρ’ ο καημένος,

πως βρισκόταν στην Αθήνα σε μια φίνα λιμουζίνα.


Μα σα ξύπνησε και ρίχνει ένα βλέμμα, είπε κρίμα να’ ναι ψέμα,

ένα τέτοιο μεγαλείο, βρε παιδιά δεν είν’ αστείο.


Φέρτε πένα διατάζει και μελάνι, τηλεσίγραφο μας κάνει,

μα του λέμε εν τω άμα, αν βαστάς κάνε το τάμα.


Δεν περάσανε παρά ολίγες μέρες κι οι θαυματουργές μας σφαίρες,

το τσαρούχι κι η αρβύλα κάνουν στο Μπενίτο νίλα.


Βρε Μπενίτο μη θαρρείς για μακαρόνια τα ελληνικά κανόνια,

τα ‘χουν χέρια δοξασμένα παληκάρια αντρειωμένα.

Κάπως έτσι ολοκληρώνεται αυτή η ιστορία. Ίσως πάλι όχι…

Οι περισσότερες πληροφορίες αντλήθηκαν από το afmarx.wordpress.com και από το άρθρο του Πάνου Σαββόπουλου «Αντώνης Βαρκάρης και Κάρμεν» στο προσωπικό του blog panossavopoulos.gr