Η Μαρίκα Παπαγκίκα υπήρξε η πιο αγαπημένη τραγουδίστρια των Ελλήνων της Αμερικής του μεσοπολέμου, με τους περισσότερους δίσκους και άφταστη τεχνική. Το ρεπερτόριο της περιλάβανε δημοτικά, λαϊκά, ρεμπέτικα, σμυρνέικα, οπερέτες, τούρκικα. Τα στοιχεία για τη ζωή της είναι περιορισμένα αλλά αρκετά για να τη γνωρίσουμε.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…

Η Μαρίκα γεννιέται στο γύρισμα του περασμένου αιώνα, το 1890 στην Κω, η οποία βρισκόταν ακόμη υπό οθωμανική κατοχή. Κάποια χρόνια αργότερα ίσως έζησε στη Σμύρνη, πάντως στα 1913-1914 τη συναντάμε στην Αλεξάνδρεια, να τραγουδά για τις ελληνικές κοινότητες της Αιγύπτου. Τότε κάνει και τις πρώτες της ηχογραφήσεις.

Από το 1893 έως το 1925 μισό εκατομμύριο Έλληνες γίνονται μετανάστες. Ανάμεσά τους και η Μαρίκα. Το 1915 φτάνει στον Πειραιά, επιβιβάζεται στο υπερωκεάνιο «Θεμιστοκλής» και ξεκινά το ταξίδι της για τη «γη της επαγγελίας».

Είναι αβέβαιο πότε ακριβώς γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν αλλά στις 21 Απριλίου η Μαρίκα και ο σύζυγός της Κώστας Παπαγκίκας βρίσκονται στο Έλις Άιλαντ, περνούν υγειονομικούς ελέγχους και δηλώνουν προορισμό το Σικάγο. Θέλουν να φτιάξουν μια ζωή.

Ο Κώστας είναι μουσικός, παίζει σαντούρι και τσίμπαλο και μαζί με άλλους Έλληνες μουσικούς της πρώτης αυτής γενιάς μεταναστών ξεκινούν εμφανίσεις σε νυχτερινά μαγαζιά και περιοδείες. Η Μαρίκα μαγεύει με τη φωνή της και ο Κώστας είναι πάντα ο συμπαραστάτης και ο συνεργάτης της.

Το 1918 στο στούντιο της Victor Records στη Νέα Υόρκη περνά στη δισκογραφία τα πρώτα της τραγούδια και γίνεται η 2η Ελληνίδα που ηχογραφεί. Πρόκειται για τα «Με ξέχασες», «Σμυρνέικο μινόρε» και τρία ακόμη δημοτικά τραγούδια.

Η πρώτη ήταν η Κυρία-Κούλα, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία στην οποία θα επανέρθουμε…

Ένα χρόνο μετά, με την υπογραφή των στούντιο της Columbia,η Μαρίκα ηχογραφεί 25 ακόμα τραγούδια. Η επιτυχία της είναι μεγάλη και η Μαρίκα είναι 29 χρονών. Για τους μετανάστες της Αμερικής τα τραγούδια της είναι κρίκοι σύνδεσης με τον τόπο και τη μνήμη, παρηγοριά μα και δύναμη.

Το 1925 ζουν ήδη στη Νέα Υόρκη και με τις οικονομίες όλων αυτών των χρόνων ανοίγουν το δικό τους νυχτερινό κέντρο, το οποίο εν μέσω ποταπαγόρευσης λειτουργεί βεβαίως και ως παράνομο ποτοπωλείο. Στο νούμερο 215W της 34ης οδού , ανάμεσα στην 7η και την 8η λεωφόρο του Μανχάταν, στον πρώτο όροφο, βρίσκεται πια το «Marica’s», το πρώτο Kαφέ- Αμάν της Νέας Υόρκης.

Με πρώτο όνομα φυσικά τη Μαρίκα, γίνεται σημείο συνάντησης Ελλήνων, Σύριων, Βουλγάρων , Αράβων, Αλβανών, Τούρκων, Αρμενίων αλλά και Αμερικανών και κυριαρχεί στη νυχτερινή ζωή της περιοχής.

Η Μαρίκα κάνει εμφανίσεις που χαλάνε κόσμο και συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό τις ηχογραφήσεις. «Γκελ γκελ», «Μήλο μου και μανταρίνι», « Θα σπάσω κούπες», «Τί σε μέλλει εσένανε» και ένα σωρό άλλα αγαπημένα μέχρι και σήμερα τραγούδια και φυσικά το «Ντουρουντούρου» ( για να μην ξεχνιόμαστε κι όλας!). Μέσα σε 10 χρόνια είχε περάσει στη δισκογραφία πάνω από 220 τραγούδια.

Κι ύστερα ήρθε το Κραχ. Η οικονομική κρίση του ’29 αλλάζει ριζικά την πραγματικότητα της ζωής της Μαρίκας, όπως και τόσων άλλων ανθρώπων και την οδηγεί σε ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή. Το «Marika’s» κλείνει το 1930, το ζευγάρι χάνει όλη του την περιουσία. Ο Κώστας και η Μαρίκα μετακομίζουν στο Στέιτεν Άιλαντ της Νέας Υόρκης, στο 198 της Λεωφόρου Λίλυ Ποντ στο Σάουθ Μπίτς. Το 1937 κλείνει τη δισκογραφική της παρουσία με 4 τραγούδια.

Οι συνέπειες στην ψυχολογία της, μετά την απώλεια όσων με κόπο και σκληρή δουλειά είχε δημιουργήσει ήταν δραματικές και δεν κατάφερε να ανακάμψει. Έχοντας φωνογραφήσει συνολικά 239 τραγούδια, η Μαρίκα Παπαγκίκα φεύγει από τη ζωή στο νοσοκομείο του Στέιτεν Άιλαντ στις 2 Αυγούστου του 1943 στα 53 της χρόνια. Μαρτυρίες λένε ότι πέθανε από μελαγχολία. Τέσσερα χρόνια αργότερα την ακολούθησε και ο Κώστας.

Η Μαρίκα παρέμεινε για τους μεταγενέστερους τόσο στην Αμερική όσο και στην Ελλάδα σχετικά άγνωστη. Το ενδιαφέρον για τη ζωή και την καλλιτεχνική παρουσία της ξαναζωντάνεψε μετά από δεκαετίες.

Η απουσία αναφορών στη Μαρίκα Παπαγκίκα στον Ελληνοαμερικάνικο Τύπο, παρά το σπουδαίο ταλέντο της και την τεράστια επιτυχία της, εξηγείται.

Ήταν γυναίκα, φτωχή μετανάστρια, δημιουργική, διεκδικητική και κυρίως τραγουδούσε σε Καφέ- Αμάν. Η Μαρίκα Παπαγκίκα, όσο θλιβερό κι αν ήταν το τέλος, είχε παλέψει με το ταλέντο της και τη δουλειά της σε ένα δύσκολο κόσμο, μια ταραγμένη εποχή και τα είχε καταφέρει.