Σε αυτή την «Κυριακή με τη Σουρτούκα» αναρωτιόμαστε τί σχέση μπορεί να έχουν ο Παναγιώτης Τούντας, η πριγκίπισσα του Ιράκ, ένας Ροδίτης, κάτι πετρελαιοπηγές και οι Ιταλοί φασίστες. Δεν είναι ανέκδοτο, είναι μια ιστορία έρωτα, εξαναγκασμού και μεγάλων συμφερόντων πίσω από το πασίγνωστο και αγαπημένο «Εγώ θέλω πριγκηπέσσα»…
Love at first sight
Βρισκόμαστε στο 1935, καταμεσής του greek summer της εποχής και η αδερφή του βασιλιά του Ιράκ Γαζή του Α’, πριγκίπισσα Ιζαντέ Φευζάλ επισκέπτεται μετά της αδερφής της και των κυριών επί των τιμών τη Ρόδο. Λίγο ο ήλιος ο καλοκαιρινός, λίγο η αλμύρα ήρθε κι ερωτεύτηκε η Ιζαντέ τον Έλληνα τον εραστή, που άκουγε στο όνομα Τάσσος Χαραλάμπους. Ο Τάσσος ανήκει σε εύπορη οικογένεια με σπογγαλιευτικά και εργάζεται στο ξενοδοχείο που διαμένει η Ιζαντέ. Οι δυο τους ερωτεύονται σφόδρα και ζουν τον έρωτά τους στο νησί των ιπποτών. Αφού η Ιζαντέ επιστρέφει στη Βαγδάτη και για τον επόμενο χρόνο, ο Τάσσος την επισκέπτεται κρυφά και σε εκείνες τις συναντήσεις κανονίζουν τα του γάμου τους.
Against all odds
Όπως καταλαβαίνετε μία τέτοια ένωση βρίσκει απέναντί της πλείστες όσες αντιδράσεις. Εκείνη μια πριγκίπισσα, εκείνος ένας απλός νησιώτης, εκείνη μουσουλμάνα, εκείνος χριστιανός. Το καλοκαίρι του 1936 η Ιζαντέ επισκέπτεται ξανά τη Ρόδο, συναντά τον αγαπημένο της και κλέβονται φεύγοντας για την Αθήνα κρυφά απ’ όλους. Ο Τάσσος έχει κανονίσει τα πάντα. Πληρώνει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό σε λίρες για να βγάλουν τις άδειες του γάμου και για να επιτραπεί στην Ιζαντέ να βαφτιστεί χριστιανή. Όλα γίνονται βάσει σχεδίου, η Ιζαντέ γίνεται Αναστασία και εν τέλει παντρεύονται σε ένα εκκλησάκι στην Κηφησιά. Μένουν στο ξενοδοχείο «Ατλάντικ» των Αθηνών και προσπαθούν να μείνουν μακρυά από τα «κίτρινα» φλας. Μάταια…
Αίμα, σπέρμα, στέμμα.
Το τρίπτυχο της «μαχόμενης» δημοσιογραφίας βρίσκει τουλάχιστον δύο στα τρία στο ειδύλλιο της Ιζαντέ και του Τάσσου και ο εγχώριος αλλά και ο διεθνής Τύπος της εποχής οργιάζει από δημοσιεύματα, κλισέ εκφράσεις και στερεότυπα του τύπου «το γκαρσόνι», «ο προικοθήρας», «τον χαρτζιλίκωσε η πριγκίπισσα» και άλλες τέτοιες ομορφιές. Καθείς καμώνεται, ότι έχει συνέντευξη του ζεύγους και αποκλειστικές πληροφορίες για ιδιωτικές τους στιγμές, ενώ τα εξώφυλλα παίρνουν φωτιά ως προς το τί ποσό πρόσφερε ο βασιλιάς του Ιράκ στον Τάσσο Χαραλάμπους για να εγκαταλείψει την αγαπημένη του. Πράγματι, ο βασιλιάς του Ιράκ στέλνει τον Αυλάρχη του, ώστε με κάθε τρόπο να προσπαθήσει να ακυρώσει το γάμο. Μέσα στα όπλα του και η εξαγορά του Τάσσου έναντι αδρότατης αμοιβής, πρόταση, η οποία συναντά τη σθεναρή άρνηση του Ροδίτη.
Μικρό μάθημα ιστορίας για μια υπόθεση όχι και τόσο απλή.
Το 1918, στον Α’ Π.Π. το Ηνωμένο Βασίλειο κατακτά την περιοχή του Ιράκ και αργότερα την καθιστά προτεκτοράτο, ενώ τη δεκαετία του ’20 ορίζονται τα όρια της χώρας σύμφωνα με τα βρετανικά συμφέροντα και τίθεται μονάρχης ο Φευζάλ Α’. Το 1930 λήγει η Βρετανική Εντολή στην περιοχή, ωστόσο, όπως φυσικά είναι προφανές μέχρι και τις μέρες μας μόνο τύποις τελειώνει η επιρροή αυτών των δυνάμεων…
Το τότε βασίλειο του Ιράκ Τη συνθήκη της Λωζάννης υπογράφει από την ελληνική πλευρά και εκ μέρους του βασιλιά ο Ελευθέριος Βενιζέλος
Η Ρόδος από την άλλη βρίσκεται υπό Ιταλική κατοχή από το 1912. Η έλευση των Ιταλών ξεκίνησε ως απελευθέρωση του λαού της Ρόδου από τον τουρκικό ζυγό, αλλά οι πραγματικές τους βλέψεις ήταν η διακοπή οποιασδήποτε ενωτικής κίνησης με την Ελλάδα και η ολοκληρωτική εν τέλει προσάρτηση των νησιών του Αιγαίου στην Ιταλία. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 οριστικοποιείται η παράδοση των νησιών του Αιγαίου από την Τουρκία στην Ιταλία. Βρισκόμαστε στο 1936 και στην εξουσία της Ιταλίας βρίσκεται ο Μπενίτο Μουσολίνι.
Πάμε τώρα πίσω στην ερωτική μας ιστορία.
Πολιτικοί αντίπαλοι του βασιλιά του Ιράκ, χρησιμοποιούν την ιστορία της Ιζαντέ για να κλονίσουν τη θέση του ενώ η τιμωρία, που την περιμένει σύμφωνα με το κοράνι, αφού αλλαξοπίστησε, δεν είναι άλλη από τη φανταστική πραγματικά επινόηση του ανθρώπου, τον θάνατο διά λιθοβολισμού. -Μα δαιμόνιοι είμαστε πανάθεμά μας…
Την ίδια στιγμή οι Ιταλοί ασκούν εντονότατες πιέσεις στον Τάσσο Χαραλάμπους, ώστε να αποκτήσει την Ιταλική υπηκοότητα με απώτερο σκοπό και εκμεταλλευόμενοι το γάμο του με την Ιζαντέ, να διεκδικήσουν μερίδιο από τα πετρέλαια του Ιράκ. Του προσφέρουν μάλιστα τεράστια ανταλλάγματα. Ο Χαραλάμπους αρνείται.
Το «Και ζήσαν αυτοί καλά…» είναι μια απάτη.
Το ζευγαράκι της καρδιάς μας πείθεται, ότι η πλευρά της οικογένειας της Ιζαντέ δέχεται τελικά την απόφασή τους και συμφωνεί να μεταβεί στην πρεσβεία του Ιράκ στην Ιταλία, ώστε να επισημοποιήσουν έτσι το γάμο τους. Τους λένε ορθά κοφτά «Ή χωρίζετε ή σας σκοτώνουμε». Τίμιες δουλειές, καθαρές.
Ιζαντέ σημαίνει Πεπρωμένο.
Και σ’αυτή τουλάχιστον την ιστορία αποδείχθηκε ότι δεν είναι εύκολο να του ξεφύγεις. Η Ιζαντέ και ο Τάσσος χωρίζουν, ενώ ο γάμος του λύεται τυπικά στα δικαστήρια της Ρόδου. Η Ιζαντέ φυγαδεύεται στην Ιορδανία, μέσω Τουρκίας και μένει κοντά στο θείο της βασιλιά Αμπντουλάχ. Δεν επιστρέφει ποτέ ξανά στο Ιράκ. Ο Τάσσος Χαραλάμπους αργότερα ξαναπαντρεύεται και κάνει δυο παιδιά. Από τα παιδιά του, που βρίσκονται εν ζωή, γνωρίζουμε, ότι η Ιζαντέ φρόντιζε να μαθαίνει νέα του Τάσσου ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που απεσταλμένοι της φιλοξενήθηκαν στο σπίτι τους στη Ρόδο. Η Ιζαντέ δεν ξαναπαντρεύτηκε, δεν έκανε ποτέ παιδιά και πέθανε στο Αμάν το 1968.
Ο «ρεπόρτερ» Παναγιώτης Τούντας.
Το ρεμπέτικο τραγούδι αποτελεί ένα χρονογράφημα της εποχής του και ένα τέτοιο ειδύλλιο με τόσο ντόρο δε θα μπορούσε να μην περάσει με κάποιο τρόπο από τα πάλκα της εποχής. Ο δαιμόνιος Τούντας, το 1936 κατά μεσής του σκανδάλου, κάνει για ευνόητους λόγους το Ιράκ Μαρόκο και χάριν σεναρίου τον Τάσσο προικοθήρα (δεν τη γλίτωσε ο καψερός τελικά) και κυκλοφορεί από τη His Master’s Voice το «Εγώ θέλω πριγκηπέσσα». Τραγουδάει ο Στελλάκης Περπινιάδης και παίζει η ορχήστρα του Γιοβάν Τσαούς. Τη συγκεκριμένη μελωδία ο Τούντας την είχε ξαναχρησιμοποιήσει το 1932 στο τραγούδι του «Το γεροντάκι». Πρόκειται για μια αδέσποτη βαλκανική μελωδία εβραϊκής προέλευσης…
αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία…
Ακούτε παρακάτω την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού με τη φωνή του Στελλάκη Περπινιάδη, καθώς και το παλαιότερο “Γεροντάκι” από την Ισμήνη Διατσέντε.