Γεια σας και χαρά σας, Σουρτούκες και Σουρτούκηδες.
Είναι η «Κυριακή με τη Σουρτούκα» και σε αυτή μας την ιστορία συναντιούνται μια ποιήτρια, το σανατόριο της Θεσσαλονίκης και ένα τραγούδι που όλοι ξέρουμε και αγαπάμε…
Η Ανθούλα Σταθοπούλου γεννιέται στη Θεσσαλονίκη το 1908. Σπουδάζει στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο και τη Γαλλική Σχολή Καλογραιών Θεσσαλονίκης. Εργάζεται για μικρό διάστημα στον Δήμο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια γράφεται στην Δραματική Σχολή του Ωδείου της πόλης.
Μερικά χρόνια πριν στα 14 της χρόνια χάνει τον αδερφό της και μερικά χρόνια αργότερα τη μητέρα της και την αδερφή της.
Στα 15 της χρόνια γνωρίζει το Θεσσαλονικιό ποιητή και μετέπειτα ξεχωριστό κεφάλαιο της πόλης αλλά και της λογοτεχνίας Γιώργο Βαφόπουλο.
Ερωτεύονται και ζουν ένα παθιασμένο έρωτα. Παντρεύονται όταν εκείνη είναι πια 22 και εκείνος 28.
Η Ανθούλα αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και το 1932 εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή, Νύχτες αγρυπνίας. Στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής θεωρούνταν εφάμιλλη της Μαρίας Πολυδούρη και ο δρόμος ανοιγόταν λαμπρός μπροστά της.
Και ύστερα ήρθε η φυματίωση. Η Ανθούλα μπήκε στο σανατόριο του Ασβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης δύο φορές. Την πρώτη μαζί με το σύζυγό της. Τη δεύτερη μόνη.
Τα χρόνια που ακολούθησαν συνεχίζει να γράφει ποίηση, διηγήματα αλλά και δύο θεατρικά κάνοντας λέξεις την καινούργια της πραγματικότητα.
Η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου πεθαίνει από φυματίωση στο σανατόριο – γκέτο του Ασβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης το 1935, στα 27 της μόλις χρόνια.
Ένα χρόνο μετά, με έξοδα του δήμου Θεσσαλονίκης και επιμέλεια του Γιώργου Βαφόπουλου, κυκλοφορεί η έκδοση «Έργα» με συγκεντρωμένα τα ποιήματα, τα διηγήματά και τα δύο θεατρικά της έργα- «Ντίνα Ντελλή» και το μονόπρακτο «Την τελευταία στιγμή» -γραμμένα και τα δυο το 1934. Στον πρόλογο της έκδοσης , ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει: «Μα τώρα πάλι ρωτιέμαι: ποιος θα γνωρίσει έτσι την ψυχή της, ποιος θα διαβάσει τα έργα της, ποιος θα γνωρίσει την ψυχή της και δε θα την αγαπήσει σαν εμάς;»
Και η ιστορία μας θα τέλειωνε εδώ…
όμως στην πραγματικότητα οι ιστορίες δεν τελειώνουν…
Στη συλλογή αυτή υπήρχε αυτό το ποίημα, γραμμένο το 1936.
ΜΠΟΡΕΙ…
Μπορεί να μη ξαναγυρίσω,
μπορεί να μη με ξαναδής.
καινούργιους τόπους θα γνωρίσω
κ΄ ίσως εκεί να ξεχαστής.
μπορεί κι ακόμα ν’ αγαπήσω
άλλα δυο μάτια τρυφερά,
και μέσα τους να λησμονήσω
τα δάκρυα πόχυσα πικρά.
Τι νοιώθω πια δεν το γνωρίζω
κι ούτε γνωρίζω τι ποθώ.
Σαν ανεμόμυλος γυρίζω,
το πεπρωμένο ακολουθώ.
Μπορεί να με πλανέψουν κι άλλες
ακρογιαλιές και δειλινά
κι αγάπες να ‘βρω πιο μεγάλες,
σκλάβα σ’ αυτές παντοτεινά.
Όμως μπορεί ναρθώ και πάλι,
με πληγωμένη την καρδιά,
στη στοργική σου μεσ’ αγκάλη,
σαν τ’ άσωτα τρελλά παιδιά.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης διάβασε το ποίημα πιθανώς την περίοδο της γερμανικής κατοχής, που ζούσε στη Θεσσαλονίκη και κάπως κάτι του’ κανε η προτελευταία στροφή .
Και… καλά καταλάβατε… γράφει το πολύ ιδιαίτερο, γνωστό τοις πάσι και λατρεμένο απ’ όλους «Ακρογιαλιές Δειλινά».
Ο Τσιτσάνης ζητά αρχικά να το ερμηνεύσει η Σοφία Βέμπο, αλλά η Columbia αρνείται. Ευτυχώς… Όχι γιατί δε μας αρέσει η Βέμπο, αλλά γιατί εν τέλει κυκλοφόρησε το 1948 με τη φωνή της σπουδαίας Στέλλας Χασκίλ και με τίτλο «Μπορεί να το ’χουν πλανέψει».
Από τότε μέχρι σήμερα έχουν γίνει πάμπολλες διασκευές και επανεκτελέσεις. Παρακάτω ακούμε μερικές απ’ αυτές καθώς και την πρώτη εκτέλεση.
«Η Ανθούλα τώρα με γερμένο το κεφάλι της μιλούσε με το θάνατο. Στεκόμουν στη μέση της κάμαρας, τρελός μέσα στην απελπισία μου…. Δεκάξι του μηνός Απριλίου Αγάπης, Ειρήνης, Χιονιάς, μαρτύρων. Εν αγάπη μένε. Εν ειρήνη αναπαύσου. Λευκότερα χιόνος. Ένα πάθος είχε πεθάνει», γράφει ίδιος ο Βαφόπουλος όταν έχασε τον μεγάλο του έρωτα,
Αυτή «Κυριακή με τη Σουρτούκα» είναι αφιερωμένη στην Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου.